- ἀνένευσε
- ἀνανεύωthrow the head backaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπονέομαι — ἐξαπονέομαι (Α) επικ. τ. επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νέομαι «επιστρέφω»] … Dictionary of Greek
ἀνένευσ' — ἀνένευσα , ἀνανεύω throw the head back aor ind act 1st sg ἀνένευσε , ἀνανεύω throw the head back aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)